Το λεξικό του φαντάρου


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
1. Αρούρι: το, ουσ. Ο νεοσύλλεκτος οπλίτης. Συνώνυμα: Ποντικαράς, ποντίκι, νιούφρης, νούφαρο.
2. Σειρά: η, ουσ. Ο οπλίτης που είναι στην ίδια σειρά κατάταξης με κάποιον άλλο. Φρ. «Ρε σειρά, θα κάτσεις θαλαμοφύλακας να πάω να χ$σ@».
3. Παππούς: ο, ουσ. Ο οπλίτης παλιάς ΕΣΣΟ. Συνώνυμα: Παλιοσειρά, Πάλιουρας, Παλαίουρας.
4. Καψώνι: το, ους. Μέθοδος σωματικής εκγύμνασης και πειθάρχησης του στρατεύματος. Εφαρμόζεται κυρίως από τις παλιοσειρές στα ποντίκια. Ενίοτε και σε ολόκληρο το στρατόπεδο από το Διοικητή όταν διαπιστώσει χαμηλό βαθμό ετοιμότητας και πειθαρχίας.
5. Καψωνόμουτρο: το, επιθ. Αυτός που αρέσκεται στο να καψωνάρει! Ο φόβος και τρόμος του οπλίτη.
6. Σο Βε: το, ους. Σωματική βελτίωση, εκγύμναση. Μτφ. Το καψώνι. Φρ. «Ρε νέος τράβα στα μαγειρεία μην έχει Σοβε μεσημεριάτικα!»
7. Κιβώτιο: το, επιθ. Ο γυμνασμένος.
8. Πε και παι: Πέσε και παίρνε! Στρατιωτικό καψώνι. Φρ. «Νέος! Πε και παι! Θα σε κάνω κιβώτιο τώρα.»
9. Φίδι: το, ουσ! Είδος στρατιωτικού ερπετού. Φρ. «Που είναι το φίδι; Πάλι στο διμοιρητάδικο, κρύβεται;»



0 Σχόλια στο "Το λεξικό του φαντάρου"

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται!

Δημοσίευση σχολίου

Αρχείο



Free Hit Counter
Copyright ©2010 epikairotita24